21 Ιουνίου 2011

Έχεις πολλά να ξεπεράσεις ακόμα, φίλε μου, πελάτη .


Εντάξει. Κάποιες φορές χρειάζεται να εκμεταλλευτείς τις γνώσεις των υπαλλήλων τραπέζης. Πρέπει βέβαια να εισέρχεσαι στο κατάστημα σκυφτός, γεμάτος σύνεση και ευγνωμοσύνη προς το ακαδημαϊκό τους μεγαλείο. Οφείλεις, καθότι ευγενής εκ γενετής -κοινώς μέγιστο θύμα- να ξεκινήσεις την κουβεντούλα σας με χαιρετούρα καλημεριώτικη αν είσαι ξάγρυπνος όλη νύχτα για να μπουκάρεις πρώτος ώστε  μην πετύχεις ουρές, καλησπεριώτικη αν τους ενοχλάς μετά τις 12 και χαιρετιώτικη αν δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα. Να ενημερώσω ότι τα τέσσερα - παλληκάρκα- πασίν στον πόλεμο, αλλά δεν είναι της Παρούσης. Είναι του Αγνώστου Κύπριου δημιουργού. (Αν και μεταξύ μας, η Παρούση φαίνεται πιθανότερη..)
Αν ξεπεράσεις τη στυγνή αδιαφορία - απαξίωση που ακολουθεί την όλο θέρμη χαιρετούρα σου, περνάς στο στάδιο που πρέπει να αντικρούεις τις μπαλιές ξερολίασης στο διαλογικό τερέν, που εξελίσσεται σε καταιγιστικό μονόλογο εφόσον προλαβαίνεις δεν προλαβαίνεις να πεις τα καθιερωμένα "μα", "εγώ", "κοιτάξτε" και εν συνεχεία "μ", "εγ", "κοιτ". (Πάντοτε φαντασιωνόμουν τους κομμένους φθόγγους-παραγώγους λογομαχίας, ενσωματωμένους σε τριπ χοπ μελωδίες: εγ εγ- για για- κοιτ κοιτ - γιο!).
Το μονόμπατο διαξιφισμό διακόπτει η οπτασία-διευθυντής της τραπέζης που περνάει ξυστά από τα πελατόμουτρα και τα τυλίγει με το σαγηνευτικό του άρωμα και τον ανάλογο βηματισμό που μεταφράζεται ως "είμαι ο τραπεζικός πηδήκουλας, έχω τεράστια καμπανέλια, γι' αυτό κατάφερα να είμαι διευθυνταράς και το καλύτερο όλων: έχω δερμάτινη καρέκλα που δεν έχουν τα άλλα παιδάκια". Δέος και σύγκρυο. Δεν πειράζει που δεν καταλαβαίνω γιατί στην ψωροκώσταινα οι διευθυντές εταιριών και τραπεζών ΠΡΕΠΕΙ να έχουν ιδιωτικό χώρο, με γραφείο σε αναλογίες τραπεζιού πινγκ πονγκ, οπωσδήποτε δερμάτινη καρέκλα και ξυλόγλυπτη βιβλιοθήκη με ανέγγιχτα βιβλία που κερδίζουν τις εντυπώσεις του Κανένα. Άντε...κέρδισες και ένα φάσκελο από μένα τον κανένα, κύριε διευθυντά, να στολίσεις την κροκό μολυβοθήκη σου.
Αν ξεπεράσεις το ρίγος που σε διαπέρασε με το πέρασμα του περαστικού-τουρίστα διευθυντή, πρέπει να βρεις το σθένος να αντιμετωπίσεις τους έμπειρους της τραπέζης. Βαδίζουν αισίως προς την εξηκονταετή τους θητεία στη ζωή και όχι μόνο έχουν πι ειτζ ντι στον ξερολισμό, φωνασκούν και δηλώνουν την παρουσία τους με αλησμόνητο τρόπο. Η καημένη Ε., πλησίασε μια μαντάμ να της ζητήσει πληροφορίες και από τη στιγμή που η καράσχετη μαντάμ απευθύνθηκε στον Έμπειρο, όλο το κατάστημα γνώριζε τι ακριβώς ήθελε η Ε., τι χρώμα βρακί φορεί, καθώς και την προτίμησή της στο βισκόζ και τον ελληνικό καφέ. Απρόσμενη μπουνιά στη loud μάπα, χωρίς δεύτερη σκέψη. Την κάνεις όμως την καταραμένη τη δεύτερη, και γλιτώνει ο Έμπειρος πεταμένα δόντια ανάμεσα στα συμβόλαια.
Να κλείσω με την αδυναμία μου, την οποία συνειδητοποίησα πλήρως, μόλις σήμερα. Γυναίκες τραπεζικοί υπάλληλοι, που για να πληκτρολογήσουν, χρησιμοποιήσουν φωτοτυπικό, τηλεφωνήσουν, μετρήσουν χρήματα, ψάξουν χαρτιά, ξύσουν αυτί, έχουν "κλειδώσει" τα χεράκια σε στάση ακρίδας, με τα δυο τελευταία δαχτυλάκια (εξάλλου για μόστρα μας δόθηκαν από τη μητέρα Εξέλιξη), σε αγκύλωση προς τα πάνω. Το δε τελευταίο και μικρότερο, κοντεύει να πιάσει καρπό από το γύρισμα. Είναι πολύ σοβινιστική η επιθυμία μου να χώσω μια σπρωξιά στις χειρανάπηρες υπαλλήλους και να αναθέσω τις αρμοδιότητές τους σε βατόμουρα?
Σχεδόν τολμώ να πω ότι προτιμώ Δημόσιο!









20 Ιουνίου 2011

Ο μικρός Τερέζος


Ο καιρός μας τα έχει κάνει ρόιδο. Ζέστα τρελή, κοντεύει να ξεκολλήσει το δέρμα μου, αλλά δεν πτοούμαστε. Θανατηφόρες προσπάθειες συγκέντρωσης, θανατηφόρο μίσος για τους συνταξιούχους που ξύνονται ολημερίς και γυρνάνε καβάλα στις βεσπούλες με τα λευκά τρικό (τα γυναικάκια είναι συνήθως σπίτι και σε παροξυσμό σιδερώνουν σεμεδάκια, φίλε Δ.), θανατηφόρες οσμές κατσαριδοκτόνου που με οδηγούν με ελιγμούς στο φλέγον θερινό θέμα: κατσαριδόνια. Ακούγονται δελεαστικά με την κατάληξη -όνια, και πραγματικά είναι, φίλες και φίλοι, αλλά η ταραγμένη μου ψυχοσύνθεση τα συνδέει με έντονη διάθεση αναγούλας. Όχι επειδή με αηδιάζουν. Αντιθέτως. Δηλαδή....ε....δε με αηδιάζουν.

Το πρόβλημα ξεκινάει με την παρέλασή τους ανάμεσα στα βήματα μου τις δροσερές νυχτιές στον ξερόβραχο. Είναι ταχύτατα και βιρτουόζικα, και με αναγκάζουν να χορέψω σάμπα ώστε να αποφύγω το κουκαράτσα εφέ: ΚΡΑΑΤΣ. Αν χάσω το ρυθμό μου ξέρω ότι θα κραατσάρω αναπόφευκτα και δεν το θέλω, άρα νέφτι στον κώλο και ξέκωλος βραζιλιάνικος χορός στη μέση της νύχτας. Και του δρόμου.
Πάνω στο τσακίρ κέφι της νοτιαμερικάνικης εκδήλωσης κουλτούρας, μπήγονται οι καθιερωμένες φωνές απόγνωσης. Το κατσαριδόνι με ταχύτητα FlashMelGibsonαποτυχημένητηλεοπτικήσειρά, έχει καταφέρει να αγγίξει το δαχτυλάκι του ποδιού. Παναγίες -εκαντοταπυλιανή και Σουμελά κυρίως-  εκσφενδονίζονται από το στόμα του χορευτή και ταλαντεύονται στον αέρα πριν προσκρούσουν στα φτεράκια(υποκοριστικό) του εντόμου, το οποίο με τη σειρά του όντας θρήσκο και συγκεκριμένα μάρτυρας του Ιεχωβά του Βρωμύκουλα, φτερουγίζει εις ένδειξη διαμαρτυρίας στη βλασφημία και φεύγει μακριά.

Δε θέλω να λησμονήσω τον Τσαχπίνη Έντομο, που έρχεται στο χώρο σας, είναι ΤΕΡΑΣ διακριτικότητας ολημερίς και τη νύχτα σας διασκεδάζει με σύντομες πανικόβλητες συναντήσεις-εξορμήσεις. Κάθε άνοιγμα λάμπας στο δωμάτιο, τον βρίσκει έκπληκτο σε άλλο σημείο στο χώρο. Ποτέ δεν βουλιάζετε στην οκνηρία. Κάλλιστα όμως βουλιάζατε σε έναν ωκεανό χλωρίνης με δεμένες 10τονες φιάλες teza στους αστραγάλους.
Ιλαρό καλοκαιριάτικο σκηνικό, ιλαρά πετάω καλοκαιριάτικα μόλις αντικρίζω τα απόκοσμα όντα, hilarious η εικόνα του άλματος εις ύψος προς αποφυγήν προσεγγίσεως τους σε συνδυασμό με την έντρομη παραμορφωμένη έκφραση του προσώπου μου.
Όχι άδικα, την καταβρίσκω, "γίνομαι, φιλαράκι!" που λένε, όταν βλέπω τις διάφορες καλλιτεχνικές πόζες του εντόμου στο πεζοδρόμιο, που διαδέχτηκαν την πολτοποίηση από παπούτσι-ήρωα και θυμίζουν χορογραφία ενόργανης γυμναστικής: πόδια στο κεφάλι, κεφάλι στα πόδια, πόδια παντού κλπ. Αγάπη, το συναίσθημα μπροστά στην εικόνα αυτή...






16 Ιουνίου 2011

Dancing with the MATs



Σήμερα αποφάσισα να ξεδιπλώσω το χορευτικό μου ταλέντο στην κρητική παράδοση και αποφάσισα να το κάνω στην πλατεία Συντάγματος μεταξύ των υπολοίπων διαγωνιζομένων. Εκείνοι βέβαια, είναι επαγγελματίες, έχουν κατευθύνσεις σε πόλκα,  μπολερό, τεκτόνικ και ζούμπα. Ελάχιστοι διαγωνίστηκαν στο χιπ χοπ, καθότι δεν ταίριαζε με τους ατμοσφαιρικούς καπνούς που απλώνονταν νωχελικά στο διαγωνιστικό χώρο. Το ότι κολυμπώ σε πελάγη χορευτικής ασχετίλας και χοροπηδάω σαν κατσίκα (ευχαριστώ τον Λ. για την προσφώνηση) ρισκάροντας να πάρω σβάρνα οτιδήποτε περισσεύει από τα πέριξ, δε με πτόησε, όλοι έχουμε ευκαιρία στο όνειρο.

Γνώριζα εκ των προτέρων ότι η κριτική επιτροπή τελεί υπό αυστηρό καθεστώς, και τους χαρακτήριζα εκ γενετής αγενείς και ανάγωγους, εκ των υστέρων όμως συνειδητοποίησα - ευτυχώς γρήγορα για να μην παραιτηθώ από το show - ότι είναι ανιδιοτελή, καλά παιδιά και συμπεριφέρονται σαν μουνόσκυλα επειδής μας εκτιμούν.

Η σειρά μας ήρθε, τα λάθη της χορευτικής ομάδας πολλά, ο ανταγωνισμός μεγάλος, προσπάθησαν οι χαρισματικοί κριτικοί να είναι όσο το δυνατότερο επιεικείς, αλλά τους προκαλούσαμε με τα άρρυθμα ποδάρια και τις ασυγχρόνιστες φιγούρες. Κάποια στιγμή που με σήμα του χορογράφου άναψε επιτηδευμένα το κέφι, δεν τους πείσαμε. Δεν είχαμε πιάσει το φιλινγκ. Δικαίως μας βαθμολόγησαν με 4. Ή 5. Όχι βαθμούς. Δακρυγόνα.





14 Ιουνίου 2011

Κυρα Νίτσα, σ' αγαπώ.



Το αγαπημένο μου θέμα: ταξίδι με πλοίο της γραμμής.
(επιλογή soundtrack, ένα καλοκαιρινό χιτ...)

Αναμονή ένα τέταρτο στη ζέστα του καλοκαιριού, τα πρώτα καντήλια ακούγονται από κυρίους που έχουν ζωστεί ως αμπιγέρ, τη θερινή γκαρνταρόμπα της μαντάμας τους και στάζει ο ιδρώτας από μέτωπο στα δάχτυλα των ποδιών τους, εξ' ού και γλίστρα με τη σαγιονάρα και συνεπαγόμενο καντήλι-μανουάλι.
Αντιμετωπίζουμε με συνταξιδιώτη και φίλο Δ. το πλοίο σαν ον με προσωπικότητα και όνειρα, δι' αυτού αισθανόμαστε λύπηση που κοντεύει να βουλιάξει από τον κόσμο. Η λύπηση φεύγει μαλλιοκούβαρα μπροστά στα  αγριοκοιτάγματα που δέχεται ο φίλος Δ.: τόλμησε να διανοηθεί να πάρει μία από τις 3 καρέκλες που στην κατοχή της έχει μια κυρα Νίτσα (όλες έχουν το ίδιο όνομα), με το κατοχικό σύνδρομο. Είναι ΟΛΕΣ ΔΙΚΕΣ ΤΗΣ. Αν μπορούσε θα αράδιαζε σε κάθε μια από ένα καφάσι κονσέρβες λαντσιον μιτ (αυτό το κρέας-πτώμα αγνώστου προελεύσεως που ανοίγει με τον πιο ηλίθιο τρόπο με το κλειδάκι και πάντα πετσόκοβα τα χέρια μου, μπορεί τελικά εγώ να είμαι η ηλίθια). Η κυρα Νίτσα λοιπόν, κρατάει την καρέκλα μας και τσιγάρο στο χέρι και μας αφήνει τη στάχτη της παντού. Την αγαπάμε γι' αυτό. Είναι γνήσια κυρά(νι)τσα.
Αναγκαζόμαστε να την αφήσουμε μαζί με τις παράλογες βλέψεις μας να καθίσουμε κάπου και κατευθυνόμαστε στο "καφέ" του καταστρώματος, που πλέον έχει ουρά τράπεζας, συγκεκριμένα πρωινού συνταξιοδότησης. Τη στιγμιαία επιχειρηματική μου σκέψη για πλανόδιο που πουλάει αριθμημένα αρωματισμένα χαρτάκια με σειρά προτεραιότητας για τέτοιες περιπτώσεις, διαδέχεται νευρικό γέλιο με τον "καραβίσο" καφέ φρέντο καπουτσίνο, για τον οποίο έγινε η εξής ερώτηση από τον μπαρτεντερ:
-καπουτσίνο ή εσπρέσο είπατε?
-καπουτσίνο, απάντησε ο ανυποψίαστος φίλος μου, και ο υποψιασμένος έμπειρος μπαρτέντερ γέμισε μπρος στα έκπληκτα μάτια μας το μισό ποτήρι με γάλα φρέσκο από τα λιβάδια της Ανγκόλας, και το άλλο μισό με εσπρέσο. "Πιες το γαλατάκι σου", σκέφτηκε αυτοσαρκαστικά ο συμπλέων Δ. αλλά δεν το 'πε. Νευρικό γέλιο και ο διπλανός πελάτης, προηγουμένως ανυποψίαστος, τώρα ξεχείλιζε το είναι του υποψία και φανατισμό για φρέντο εσπρέσο.
Κάποια στιγμή, κάπου μεσοπέλαγα, καταφέραμε να καθίσουμε κάπου στο κατάστρωμα. Ακριβώς μπροστά μας, οι συνηθισμένες καλτ φυσιογνωμίες παιδακίων, που σκοτώνονται στο τρέξιμο αλλόφρονα, χωρίς κανένα λόγο, είναι παιδάκια θα μου πεις, τι λόγο χρειάζονται. Τα χρειαστήκαμε εμείς όμως, όταν έπαιρναν σβάρνα στο διάβα τους το λαπτόπι του συνοδοιπόρου Δ. Όμως, παιδάκια και κυνηγητό υπήρχαν στα πλοία πριν από τα λαπτόπια, άρα ΒΟΥΛΩΝΕ. 
Το ζενίθ του ταξιδιού ήταν βέβαια στην αποβίβαση. Ο Πανέξυπνος που καλλιεργείται στους κάμπους της ορεινής ευφυίας και υπάρχει σε αφθονία στα ταξίδια, έχει την ψευδαίσθηση ότι δεν καταλαβαίνει κανείς τις μανουβραρισμένες κινησούλες που κάνει σπρώχνοντας λίγο λίγο για να βγει πρώτος και να μας νικήσει όλους. Πραγματικά τεράστια νίκη. Τον φαντάζομαι σπίτι του να χοροπηδάει υστερικά πλην όμως χαιρέκακα σκαλίζοντας τη μύτη του, γιορτάζοντας το θρίαμβο και τη σύζυγο να τον κοιτάει έντρομη και αυτοχαστουκώμενη που δεν άκουσε τη μάνα της τότε. Άνετα του έσκαγα σακίδιο με φυγόκεντρο δύναμη στη μούρη. 
Πατήσαμε πειραιώτικη γη. Γεια σου, ρε ταξίδι.


ΥΓ. Αφιερωμένο στο Δ. και τον Μπαναότη που μοιράστηκαν μαζί μου με την ίδια κυνικογαμοσταυριδική διάθεση, αυτή την εμπειρία.


3 Ιουνίου 2011

Δατσ Λάιφ



- Ήρθες αγάπη μου?
- Ναι, είχε πολύ κίνηση.
- Α. Φεύγω εγώ τώρα.
- Που πας?
- Μα δεν τα 'παμε?
- Επιμένεις δηλαδή?
- Αφού τα είπαμε, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική.
- Δώσε μας μια ευκαιρία ακόμα.
- Εγώ? Εσύ μας έφτασες ως εδώ. Δική σου απόφαση είναι ουσιαστικά.
- Δηλαδή τελειώσαμε?
- Πάλι τα ίδια? 
- Δεν μπορώ χωρίς εσένα, όμως.
- Τώρα το θυμήθηκες. Φεύγω. Γεια.
- Θα με πάρεις τηλέφωνο μόλις φτάσεις στο ξενοδοχείο?
- Εννοείται.
- Γεια σου, αγάπη μου...
- Μη με λες έτσι, δε με βοηθάς.
- Κ πως να σε πω..??
(κλείσιμο πόρτας)

Όποιος δεν έχει ζήσει τη σκηνή αυτή ξαναμανά στη ζωή του πραγματικά χάνει την ουσία του σουρεαλισμού. Και θα το αποδείξω:

- Ήρθες αγάπη μου?
Δε χρειάζεται μαθηματική προσέγγιση, Ευκλείδη μου, για να δεις τον όγκο μέσα στο σπίτι. Α, ίσως τον πέρασες για ολόγραμμα. Εντάξει.
- Ναι, είχε πολύ κίνηση. 
Αποστομωτική απάντηση, από άτομο που βαριέται και τη διαδικασία αναπνοής του.
- Α. Φεύγω εγώ τώρα.
Προφανώς και φεύγεις, αφού κρατάς όλη την ντουλάπα στο δεξί και ένα ράφι σαπούνια στο αριστερό. Χέρι. Γιατί στο αριστερό μέρος του θώρακα κρατάς την καρδιά μου. Κλαυσίγελος. Ή απλώς περίγελος.
- Που πας?
Πάω στη Συρία να αρμέξω κόρμπες (δηλαδή μαύρες) κατσίκες Δαμασκού(δηλαδή Δαμασκού). 
- Μα δεν τα 'παμε?
Τα 'παμε, αλλά μ΄αρέσουν οι κατσίκες. Μαζί τους να γλεντώ, τα γούστα τους να κάνω και χρήμα να σκορπώ.
- Επιμένεις δηλαδή?
Οι επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις που όλοι κάνουμε και νομίζουμε ότι ξεγελάμε το συνομιλητή επειδή τις πλασάρουμε διαφορετικά σε κάθε επανάληψη, το λιγότερο με συναρπάζουν.
- Αφού τα είπαμε, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική.
Επίσης, οι επαναλαμβανόμενες απαντήσεις που συνοδεύονται από την απαιτούμενη σύγχυση που προκαλεί η επανάληψη, με συναρπάζουν το περισσότερο.
- Δώσε μας μια ευκαιρία ακόμα.
Γεια σου ρε κρεοπώλη Τερζή, βγαλμένε από τη ζωή!
- Εγώ? Εσύ μας έφτασες ως εδώ. Δική σου απόφαση είναι ουσιαστικά.
Ο Τερζής - κρεοπώλης δεν έχει να πει κάτι για την κατάντια σας.
- Δηλαδή τελειώσαμε?
Ώπα, να και η ερώτηση παγίδα. Πέτα μπαγκάζια από την τριώροφη πολυτελή πολυκατοικία και φεύγα κουτρουβαλώντας σκαλιά, προλαβαίνεις δεν προλαβαίνεις το τροπάριο της Παναγιάς της Πρήξως.
- Πάλι τα ίδια? 
Δεν είναι παγίδα. Συνήθως εξοργίζει τα γυναικεία πλήθη, φταίει η γκριμάτσα ουμπαλοκούρασης που τη συνοδεύει. 
- Δεν μπορώ χωρίς εσένα, όμως.
Ο απόλυτος ξεπεσμός, get a life, get a room, rooms to let, Markella Rooms, Paros, πενταήμερη..τι θυμήθηκα τώρα..κι εσύ τώρα το θυμήθηκες φίλτατε συνομιλητή? 
- Τώρα το θυμήθηκες.
Η ίδια φράση με το παραπάνω σχόλιο, σε κατάφαση όμως που προκαλεί κατάπτωση. Ίσως και κατάνυξη γιατί προαναφέρθηκε η Μαρία λεν την Παναγιά. 
  Φεύγω. Γεια.
Με συνοπτικές διαδικασίες, δήλωση ότι η οκνηρία και αδράνεια έχει βαρέσει κόκκινα, πορτοκαλί, μπλε ελεκτρίκ πολύ καιρό τώρα.
- Θα με πάρεις τηλέφωνο μόλις φτάσεις στο ξενοδοχείο?
Η έγνοια του συντρόφου πριν το ξεκούμπισμα. Άραγε την πιστεύει κανένας? 
- Εννοείται.
Αυτό δεν το πιστεύει κανείς πάντως. Πολύ γέλιο. 
- Γεια σου, αγάπη μου...
Δεύτε τελευταίον ασπασμόν. Πετάξαμε και τη λέξη κλειδί που συνήθως μαγεύει τα πλήθη αλλά άμα την έχεις ψωμοτύρι μαγεύεις μόνο τον μπακάλη που στο πουλάει. Το ψωμοτύρι. 
- Μη με λες έτσι, δε με βοηθάς.
Δε σε είπε "Έτσι". "Αγάπη μου", σε είπε.
- Κ πως να σε πω..??
Κάτσε να σκεφτώ...έχω να προτείνω τίποτα..?Α ναι! Σαχλαμπούχλα, κίναιδο, πατσαβούρα, μαϊντανό, Πρετεντέρη, βδέλλα, κατινάρα,  και πολλά πολλά άλλα. Δηλαδή πολλά λάμδα μαζεμένα σε μια φράση. 
(κλείσιμο πόρτας)
Μια πόρτα κλείνει, μια πληγή αφήνει. Ο φεύγων παρτάρει τρελά σε μπαράκια, ο μένων ρίχνει δάκρυ αλιγάτορα που ξεβράστηκε στην Κέρκυρα προ μηνός κι ύστερα παρτάρει ξέφρενα με ροζ και λουλακί τηλέφωνα κρεμασμένα στο λαιμό. Πάει κι αυτό. 




Ξεχυλίζω - Ξεχυλώνω


Έντιμα ρήματα που εντάσσονται σε έντονες περιγραφές μορφής έντυπης ή εντυπωμένης στη μνήμη.
Ανασκουμπώνομαι και αναμεταδίδω την ανήμερη εμπειρία μου, αναμασώντας τα. Τα έντιμα. Περιγράφοντας κάποιον άτιμο.

Και τότε ήρθε...Πιο δυνατός από ποτέ. Ορμητικός σαν τα άγρια τα νερά. Όπως λέμε σαν τα κρύα τα νερά. Μόνο που είναι άγρια. Μπορεί και κρύα. Καταδυναστεύει όλο μου το σώμα. Κάθε ίντσα σαρκός την κάνει να τρέμει από ένταση. Θέλω να βγεί από μέσα μου και κάθε φορά που βγαίνει ξεχυλίζω από ευχαρίστηση. Το πάθος?Άσβηστο. Το λάθος? Άσχετο.Απλώς κάνει ρίμα. Η κάτω γνάθος? Όχι μόνο κάνει ρίμα, κοντεύει συνάμα να ξεχυλώσει. Η άνω γνάθος? Είναι μια χαρά. Το όνομα Εκείνου..?
Βήχας.